Ουϊλιαμ «Fatty» Φόουκ: Ο δίμετρος γίγαντας, 150 κιλών που εφεύρε, κατά λάθος τον ρόλο του ball- boy
Το όνειρό του ήταν να καταταγεί στη χωροφυλακή, αλλά από τότε που πλάκωσε στο ξύλο πέντε αστυνομικούς επέλεξε, αναγκαστικά τη μοναδική δουλειά που ήξερε να κάνει καλύτερα απ’ όλες: του τερματοφύλακα. Παρόλο τον τρομακτικό του όγκο ήταν για χρόνια το καλύτερο Νο 1 του Ηνωμένου Βασίλειου, επειδή όμως ο ρατσισμός και το «body shaming» υπήρχαν και τότε, λόγω διαστάσεων και πάχους δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να υπερασπίσει τα δοκάρια της εθνικής Αγγλίας.
Βρισκόμαστε στο Σέφιλντ, στις αρχές του προ προηγούμενου αιώνα. Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα ακόμη στις πολύ, αρχές του: άναρχο, βίαιο, χωρίς ιδιαίτερους κανόνες. Ένα σπορ για ανθρώπους της working class, της εργατικής τάξης που οι «σνομπαρία», οι πλούσιοι, οι βαρόνοι και οι κόμηδες της εποχής έβλεπαν αναπόφευκτα με μισό μάτι. Όπως ακριβώς και οι αντίπαλοι τον Ουϊλιαμ Φόουκ, για όλους «Fatty», ο χοντρός: με το που τον έβλεπαν μπροστά τους πέτρωναν από τον φόβο τους. Ποιος να τολμούσε να του βάλει και γκολ;
Αναπόφευκτα, οι επισκέψεις των αντιπάλων στην περιοχή του γίνονταν όλο και περισσότερο σπάνιες. Και τις ελάχιστες που τυχόν γίνονταν, ο «Fatty» τις «καθάριζε» με τον όγκο, αλλά και το βλέμμα του. Μάλιστα με τέτοιο αποτελεσματικό τρόπο που ακόμη και ο διαιτητής «σκιαζόταν» να πάρει διαφορετική απόφαση. Οι μοναδικοί τολμηροί, που λέει ο λόγος, που είχαν το θράσος να τον κοροϊδέψουν κάθονταν στις εξέδρες, δηλαδή σε απόσταση ασφαλείας και κάθε τόσο του φώναζαν, Ποιος έφαγε όλες τις τούρτες; Εσύ τις έφαγες, χοντρέ!.
Για να νικήσει, λοιπόν την ανία και τη βαρεμάρα της μοναξιάς, κάτω από τα δοκάρια, μία ωραία ημέρα ο Φόουκ επέλεξε δύο πιτσιρικάδες, κοντούς και, κυρίως «ξερακιανούς» και τους τοποθέτησε δίπλα από τα δοκάρια του, τον έναν αριστερά του, τον άλλο δεξιά του. Και έκτοτε τους έπαιρνε πάντα μαζί του. Έλεγε ότι είναι τα γούρια του, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τα παιδιά για όλες τις δουλειές, τη «λάντζα» που λέμε. Που έτρεχαν από δω και από κει για να μαζέψουν τη μπάλα, κάθε φορά που πήγαινε άουτ γιατί εκείνος, λόγω όγκου και, κυρίως πάχους μετά δυσκολίας πηδούσε από το ένα δοκάρι, στο άλλο. Επιπλέον, με τα δύο του μέτρα και το κεφάλι ν’ αγγίζει το οριζόντιο δοκάρι, αλλά και με τους πιτσιρικάδες δίπλα του ο ίδιος έμοιαζε ακόμη ψηλότερος και τρομακτικός προκαλώντας ένα αίσθημα μεγαλύτερου φόβου στον όποιον αντίπαλο και να ήθελε αν τον πλησιάσει. Στην Αγγλία δεν αγωνίστηκε ποτέ, αλλά το 1905 πήρε την πρώτη του μεταγραφή, στην Τσέλσι για το αστρονομικό ποσό των 50 λιρών. Δεν άντεξε το κλίμα της πρωτεύουσας, του έλειπε η επαρχία και ύστερα από ένα χρόνο επέστρεψε στο Σέφιλντ.
Παιχνίδι με παιχνίδι, οι «φύλακες άγγελοι» μετατράπηκαν σε παιδιά για τις μπάλες κι επειδή η ιδέα άρεσε στην International Board, σταδιακά θεσμοθετήθηκε η υποχρεωτική τους παρουσία σε κάθε αγώνα, μέχρι που, επισήμως από το 2008 οι ball boys συμπεριλήφθηκαν και στον κανονισμό του ποδοσφαίρου, υποχρεωτικά ανά δέκα σε κάθε παιχνίδι, με έξοδα της γηπεδούχου ομάδας. Χωρίς να το θέλει, ο Φόουκ είχε εφεύρει έναν καινούργιο ρόλο, όπως τερματοφύλακας ήταν και ο Ιρλανδός, επίσης Ουϊλιαμ, Μακ Κρουμ που πάνω κάτω το 1890 είχε την αναλαμπή του πέναλτι για να μπει επιτέλους μία τάξη σε μία περιοχή που συχνά, πυκνά θύμιζε εμπόλεμη ζώνη.
Με τα χρόνια ο ball boy εξελίχθηκε σε τρόπο ζωής για τον πιτσιρικά που είχε τη δυνατότητα να δει από κοντά τα ινδάλματά του. Και που ονειρευόταν, όταν θα μεγάλωνε να τους μοιάσει. Ο Φαν Μπάστεν ήθελε να γίνει Κρόιφ, ο Κλάιφερτ, Φαν Μπάστεν, ο Χάρι Κέιν, Ανρί, γιατί ο μετέπειτα πρώτος σκόρερ στην Ιστορία της Τόττεναμ αγωνιζόταν στους πιτσιρικάδες της Άρσεναλ όταν η ομάδα του Βενγκέρ μάγευε τα αγγλικά γήπεδα. Ο Ζόλα μάζευε τις μπάλες για τον Μαραντόνα, ενώ ο Κανναβάρο έφαγε κάποτε σφαλιάρα από τον Παλιούκα γιατί καθυστέρησε, επίτηδες να του δώσει τη μπάλα κατά τη διάρκεια ενός Νάπολι- Ίντερ. Υπήρξαν, δυστυχώς και πολύ χειρότερα.
Το ’13 κατά τη διάρκεια του ημιτελικού Λιγκ- Καπ, ανάμεσα στη Σουόνσι και την Τσέλσι, ο Βέλγος Εντέν Αζάρ κλώτσησε τον ball boy Τσάρλι Μόργκαν, αποβλήθηκε για αντιαθλητική συμπεριφορά και τιμωρήθηκε τόσο με αποκλεισμό, όσο με τσουχτερό πρόστιμο. Σήμερα, ο Αζάρ δεν παίζει πλέον ποδόσφαιρο, νικημένος από μόνιμους τραυματισμούς, ενώ ο Μόργκαν έχτισε από το πουθενά μία αυτοκρατορία στον κόσμο της vodka που του αποφέρει 60εκ. ευρώ ετησίως.
Υπήρξαν όμως και τα ευτράπελα. Το ’75 σ’ ένα Άσκολι- Μπολόνια ένας πιτσιρικάς κλώτσησε από τα δίχτυα βέβαιο γκολ του Σαβόλντι, για τους φιλοξενούμενους: ο διαιτητής δεν το πήρε χαμπάρι και το παιχνίδι έληξε 0-0. Πλάκα είχε και ο Ζοσέ Μουρίνιο, που σ’ ένα πρόσφατο παιχνίδι της Ρόμα παρέδωσε στα χέρια ενός ball boy ένα σημείωμα με οδηγίες για το πώς, ένας παίκτης του έπρεπε να εκτελέσει ένα κόρνερ. Ο πιτσιρικάς έτρεξε και του το έδειξε, αλλά η κομπίνα δεν έπιασε. Δεν πειράζει. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο γκολ, είναι και αυτές τις στιγμές τις οποίες οφείλουμε στον «Fatty» Φόουκ, δεν έχει σημασία εάν, κατά λάθος.
Πηγή
Διαβάστε επίσης:
-
Αποθέωση για παίκτη του ΠΑΟΚ στην πατρίδα του – Στάζουν… μέλι
-
Ασύλληπτο! Πρώην του ΠΑΟ σκόραρε σχεδόν από το κέντρο (ΒΙΝΤΕΟ)
-
Επίσημο! Εκεί συνεχίζει την καριέρα του ο Ζοσέ Μπότο